- προθέεσκεν
- προθέωrun beforeimperf ind act 3rd sg (epic ionic)προθέω 1run beforeimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προθέω — (I) Α 1. προηγούμαι στον δρόμο, τρέχω μπροστά («πολὺ προθέεσκεν ἑὸν μένος οὐδενὶ εἴκων», Ομ. Οδ.) 2. τρέχω προς τα εμπρός 3. ξεπερνώ κάποιον στον δρόμο («βέλη δὲ πτηνὰ προθέοντα τῆς ὄψεως», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θέω «τρέχω, προχωρώ… … Dictionary of Greek